- σθένω
- Μία από τις τρεις Γοργόνες. > Γοργόνες και Γοργώ.
* * *ΜΑ [σθένος](με απρμφ.) έχω τη δύναμη, μπορώ να κάνω κάτι (α. «οὐ σθένει γλῶσσα, Δέσποινα, ὑμνολογῆσαι Σε», Ακολ. Ακάθ. Υμν.β. «βοηθεῑν με οὐκ ἔσθενον», ΠΔγ. «oἱ μὲν οὐδέπω μακρὰν πτέσθαι σθένοντες», Σοφ.δ. «τὸ σιγᾱν οὐ σθένω», Ευρ.)αρχ.1. έχω σθένος, είμαι δυνατός (α. «σθενόντων τῶν ἐμῶν βραχιόνων», Ευρβ. «σθένοντας ἐν πλούτῳ», Σοφ)2. έχω ισχύ, έχω εξουσία (α. «κεἴ τις ἄλλος ἐν πόλει σθένει», Σοφ.β. «τοὺς κάτω σθένοντας», Ευρ.).
Dictionary of Greek. 2013.